
Το Θεατρικό Εργαστήρι Μεσσήνης ανέβασε το έργο “Συμπέθεροι από τα Τίρανα” των Ρέππα- Παπαθανασίου, το 2018 σε σκηνοθεσία Όλγας Αλεξανδροπούλου.
Το σημείωμά τους…
Η Ελλάδα ακόμα από τις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι και την δεκαετία του ΄70 υπήρξε μία χώρα εκροής μεταναστών. Τα σημάδια της μετανάστευσης είναι ακόμα νωπά στην κοινωνία μας. Οι φωνές του Στέλιου Καζαντζίδη και του Στράτου Διονυσίου που ήταν οι τελευταίοι που τραγούδησαν τη νοσταλγία και τον πόνο του Γκαστερμπάιτερ, είναι ακόμη ζωντανές στ΄ αυτιά μας. Και ξαφνικά από παρίες του Δυτικού κόσμου
βρεθήκαμε να είμαστε μία “εύπορη” χώρα υποδοχής μεταναστών. Το σοκ ήταν τεράστιο και το ερώτημα αυτόματο. Είμαστε θεσμικά, πολιτιστικά και ηθικά έτοιμοι να δεχτούμε ξένους; Από το 2000, την εποχή που γράφαμε το έργο “Ο Έβρος απέναντι”, μας δημιουργήθηκε η ιδέα να γράψουμε μια κωμωδία με το ίδιο ακριβώς θέμα, το ρατσισμό, όπως διαμορφώθηκε στην Ελλάδα τα είκοσι τελευταία χρόνια. Επτά χρόνια αργότερα, το χειμώνα του 2007 προς 2008 γράψαμε τους “συμπέθερους”, ενώ στις τηλεοράσεις παιζόταν το σκάνδαλο Ζαχόπουλου, το θέμα της ονομασίας των Σκοπίων, οι Ινδοι στο αναψυκτήριο του Μαγγίνα και η δακρύβρεχτη ιστορία της Ρούλας Βροχοπούλου με τον ωραίο αδιάφορο Φραν. Θέματα με τη πρώτη ματιά άσχετα με το έργο μας που ξαφνικά άρχισαν να παρεισφρέουν στις σκηνές και να διαποτίζουν τους διαλόγους χωρίς να το θέλουμε. Το έργο άρχισε να απορροφά την πραγματικότητα με έναν τρόπο αυτόματο και σίγουρα πέρα από τις προθέσεις μας. Γιατί η κωμική μυθοπλασία δεν έχει στόχο να σχολιάσει την τρέχουσα επικαιρότητα, αλλά να εκφράσει και να αποκαλύψει το βαθύτερο αίσθημα της κοινωνίας διαχρονικά. Η επικαιρότητα είναι το πεδίο της επιθεώρησης. Αλλά όταν η επικαιρότητα ξεπερνά κάθε μυθοπλασία και παράγει πλοκές και ήρωες τόσο πυκνωτικά αντιπροσωπευτικούς της κοινωνίας, όταν μηχανισμοί εξουσίας, αλλά και οι μηχανισμοί ελέγχου της εξουσίας ταυτίζονται και αυτοαποκαλύπτονται τόσο κωμικά και ξεδιάντροπα, όταν η ειδησεογραφία γίνεται φάρσα, η κωμωδία δεν έχει παρά να “μαγνητοφωνήσει” και να “υποκλέψει” το υλικό της από την πραγματικότητα.
Έτσι με κεντρικό άξονα το μεταμοντέρνο ρατσισμό μας που έχει ταυτίσει τη λέξη “Αλβανός” με τη λέξη “ύποπτος” άρχισε να προκύπτει από μόνο του ένα έργο που αφομοίωσε όλο αυτό το κομφούζιο της διαπλοκής και του λαϊκισμού, που εκ΄ πρώτης όψεως είναι άσχετα με τον ρατσισμό αλλά αποτελούν συμπτώματα της ίδιας παθογένειας. Σεισμικές δονήσεις που έρχονται από τα ίδια γεωλογικά ρήγματα. Ρήγματα σε ένα υπέδαφος που κινείται πολλές φορές επικίνδυνα και βίαιες ανακατατάξεις σε μία επιφάνεια όπου τα όρια του Έλληνα και του Ελληνάρα συγχέονται καταστροφικά. Γι΄ αυτό εδώ πρέπει να δηλώσουμε ότι τα πρόσωπα και οι καταστάσεις του έργου μας είναι μεν φανταστικά αλλά κάθε πιθανή ομοιότης με πραγματικά ήταν σίγουρα ακούσια αλλά οπωσδήποτε αναπόφευκτη.